Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Το Ιστορικό Μοναστήρι

Το Μοναστήρι ή Μπίτολα (Σλαβομακεδονικά: Битола (bitɔla), Σερβικά: Битољ, Βουλγαρικά: Битоля, Βλάχικα: Bitule/Bituli, Τουρκικά: Manastır, مناستر) [1][2][3] είναι πόλη της νοτιοδυτικής ΠΓΔΜ, το δεύτερο σημαντικότερο διοικητικό, πολιτιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, εκπαιδευτικό, αλλά και πληθυσμιακό κέντρο της χώρας, με 86.176 κατοίκους κατά την απογραφή του 1994.
Η πόλη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 576 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, στο νοτιότερο τμήμα της κοιλάδας της Πελαγονίας. Περιβάλλεται από τα όρη Μπάμπα και Νίντζε και απέχει 175 χλμ από την πρωτεύουσα της χώρας, τα Σκόπια, 180 χλμ από τη Θεσσαλονίκη και μόλις 15 χλμ. από τα σύνορα με την Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από το μεθοριακό σταθμό της Νίκης Φλώρινας. Ανά τους αιώνες υπήρξε σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι μεταξύ Αδριατικής, Αιγαίου και Κεντρικής Ευρώπης. Εξαιτίας του κομβικού χαρακτήρας της, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν γνωστή με το προσωνύμιο «η πόλη των προξένων», καθώς πολλές Ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν Προξενεία τους στο Μοναστήρι.


Η πόλη βρίθει αξιόλογων πολιτιστικών μνημείων, χαρακτηριστικότερα όλων ο καθεδρικός ναός του Αγίου Δημητρίου (1830), μια από τις μεγαλύτερες Ορθόδοξες εκκλησίες της ΠΓΔΜ, η σκεπαστή αγορά, το παλιό παζάρι του Μoναστηριού (19ος αιώνας), ο Πύργος με το Ρολόι (17ος αιώνας), το Τέμενος του Αιντάρ Καντί (16ος αιώνας) αλλά και πλήθος νεοκλασσικών αρχοντικών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα στο φημισμένο κεντρικό δρόμο της πόλης «Shirok Sokak» (Широк Сокак).

Ιστορία

Στα 2 χλμ από το κέντρο της πόλης,ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη Ηράκλεια Λυγκηστίς που ιδρύθηκε από το Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Β΄ κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.


Το όνομα Μπίτολα προέρχεται από την παλαιά εκκλησιαστική σλαβική λέξη обитѣль (ομπίτελ) που σημαίνει μοναστήρι. Το 1821, με το ξέσπασμα της Ελληνικής επανάστασης, οι Μοναστηριώτες ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων συμμετέχοντας στον Πανελλήνιο ξεσηκωμό. Στην Πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση μάλιστα, το 1822, συστάθηκε τριμελής επιτροπή Βορειομακεδόνων, το ένα μέλος της οποίας ήταν εκπρόσωπος των επαναστατημένων Μοναστηριωτών.[4] Μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους το ελληνικό στοιχείο της πόλης ήταν πολύ έντονο. Μετά την κατάληψή της από το σέρβικο στρατό οι περισσότεροι Έλληνες μετακινήθηκαν στην κοντινή πόλη της Φλώρινας και σε άλλες περιοχές της ελληνικής Μακεδονίας.

Ελληνική Κοινότητα
Σήμερα στην πόλη του Μοναστηρίου ζουν αρκετοί γηγενείς Έλληνες και ορισμένοι που έχουν επιχείρηση εκεί. Την πόλη την επισκέπτονται αρκετοί Έλληνες. Στην πόλη λειτουργεί ένας πολιτιστικός σύλλογος της Ελληνικής ομογένειας και δεκάδες φροντιστήρια εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας.

Αν και στην απογραφή δεν έχουν σημειωθεί, σήμερα στην πόλη του Μοναστηρίου ζουν αρκετοί Έλληνες. Είναι κυρίως σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι με καταγωγή από τη Μοσχόπολη (ήρθαν στην περιοχή μετά το 1750, λόγω της καταστροφής της Μοσχόπολης από τους Τουρκαλβανούς, ως αντίποινα για τα Ορλωφικά), Σαρακατσαναίοι και απόγονοι των πολιτικών προσφύγων του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.
Τα πληθυσμιακά μεγέθη

Ο αριθμός των Ελλήνων δεν είναι εξακριβωμένος και οι διάφορες εκτιμήσεις έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Οι Έλληνες της περιοχής προέρχονται κυρίως από Βλάχους, Σαρακατσάνους και πρόσφυγες του ελληνικού Εμφυλίου.

Το δεδομένο είναι ότι στην πλέον πρόσφατη απογραφή του 2002, δήλωσαν ελληνική καταγωγή 422 άτομα. Είναι βέβαιο ότι το τεταμένο κλίμα στις σχέσεις Ελλάδας-FYROV, επηρέασε τον ελληνικό πληθυσμό στο να αποκαλύψει την εθνική του ταυτότητα. Στην προηγούμενη απογραφή του 1994 είχαν δηλωθεί 349 Έλληνες και 8.300 Βλάχοι ως ξεχωριστή εθνική ομάδα.

Τα έως τώρα ρεαλιστικότερα δεδομένα προέρχονται είτε από μια δήλωση του Ν. Γκλιγκόροφ, είτε από αμερικανικές εκτιμήσεις πρώτου προέδρου της FYROV, είτε από επεξεργασία των παλαιότερων απογραφικών στοιχείων, είτε από εκτιμήσεις των ίδιων των Ελλήνων ου κράτους αυτού. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ, έκανε την δήλωσή του κατά την περίοδο των πρώτων συνομιλιών για την επίτευξη συμφωνίας για το όνομα του νέου κράτους. Στη δήλωση αυτή στην τσεχική εφημερίδα «Tseski Denik» τον Ιούνιο του ‘94, ανέφερε την ύπαρξη 100.000 πολιτών ελληνικής καταγωγής. Κάποιες από δηλώσεις των ιδίων των Ελλήνων της χώρας, που κάποιες απ’ αυτές διπλασιάζουν την εκτίμηση Γκλιγκόροφ, ενώ ανεπιβεβαίωτες πηγές που δημοσιεύτηκαν στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, ισχυρίζονται ότι στην απογραφή του 1991 –στην οποία βασίζεται και ο Γκλιγκόροφ- περι τις 200.000 άτομα δήλωσαν ελληνική εθνική συνείδηση. Σε έκθεση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για τα διακιώματα των μειονοτήτων που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1995, έκανε λόγο για «καταπιεζόμενη ελληνική μειονότητα».

Αδιευκρίνιστος παραμένει ο βαθμός ταύτισης της δήλωσης «Βλάχος» με το «Έλληνας». Ο Κωσταντίνος Χολέβας αφού αναφέρει την εκτίμηση του σερβικού περιοδικού «Zabavnik» (Δεκέμβριος ’88) της εφημερίδας Politika ότι στην περιοχή των Σκοπίων υπήρχαν 150.000 «Βλαχόφωνοι ή Τσίντσαροι», υποστηρίζει: «Ως προς τους Ελληνοβλάχους, η απογραφή του 1948 τους υπολόγιζε σε 148.000. Στη στατιστική υπηρεσία των Σκοπίων φαίνεται ότι το 1953 αναγνώριζαν 80-100.000 Βλάχους, όπως τους έλεγαν, προσπαθώντας πονηρά να αποκόψουν τους Βλαχόφωνους Έλληνες από την ελληνική τους ρίζα και να τους μετατρέψουν σε ξεχωριστή μειονότητα. Οι Βλάχοι όμως, και στην Αλβανία και στα Σκόπια, δε δέχτηκαν ποτέ την Αλβανοποίηση ή Σκοπιανοποίηση, αλλά επειδή φοβούνταν να πουν «Έλληνας», κράτησαν τον όρο «Βλάχος» ως την τελευταία γραμμή άμυνας τους ελληνισμού».

Ενδιαφέρον έχουν παλιότερες εκτιμήσεις. Το 1913, όταν η περιοχή περιήλθε στη σερβική κατοχή, στο Μοναστήρι κατοικούσαν 14.000 Έλληνες σε σύνολο 42.000. Στο Κρούσοβο κατοικούσαν 3.218 Έλληνες σε σύνολο 4.918. Το Μεγάροβο ήταν αμιγές ελληνικό με 2.410 κατοίκους όπως και η Μιλοβίστα με 2.150, καθώς και η Νιζόπολη με 1890, το Τίρνοβο με 2.430, το Μπούκοβο με 1474, το Ντράγκος με 717, η Ρέσνα με 1000 κ.ά. Ακόμα και στα Σκόπια, σε κείμενο διαμαρτυρίας για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) συγκεντρώθηκαν 10.000 ελληνικές υπογραφές.

Ενδιαφέρον επίσης έχει και η απογραφή που έκαναν το 1941 οι Γερμανοί κατακτητές. Απ’ αυτήν προκύπτει ότι σε σύνολο 800.000, το 12%, δηλαδή 100.000, ήταν Έλληνες.

Στη συνέχεια, την τιτοϊκή εποχή, στην απογραφή του 1951 θα απογραφούν 158.000 Έλληνες στην περιοχή. Απ’ αυτούς οι 25.000 ήταν γηγενείς Έλληνες κάτοικοι Μοναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σε σύνολο 900.000 οι ελληνικής συνείδησης κάτοικοι ανέρχονταν στο 18%. Στη συνέχεια, οι αρχές θα εκπονήσουν πολιτική μείωσης του αριθμού των Ελλήνων. Αυτό θα το πετύχουν με την υποχρεωτική καταγραφή των Βλάχων ως «Αρομούνων» ή ως «Μακεδόνων». Αντίστοιχα θα επιχειρήσουν και με τους πολιτικούς πρόσφυγες, μικρό μέρος των οποίων προερχόταν από το σλαβομακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Ο διωγμός των ελληνικής συνείδησης κατοίκων της περιοχής αυτής της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, πήρε το χαρακτήρα της υποχρεωτικής τους διάσπασης σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες: Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Μακεδόνες, Γιουγκοσλάβοι.
αυτό και οι απογραφές του 1961 και του 1971 δίνουν τελείως ασαφή στοιχεία. Με μια έννοια, μόνο με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κατά την εποχή της δημοκρατικής ευφορίας και πριν επικρατήσουν οι ακραίοι εθνικιστές, που ανήγαγαγαν το μακεδονισμό σε κυρίαρχη και αποκλειστική ιδεολογία του νέου κράτους, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε ελεύθερη διατύπωση του εθνικού συναισθήματος. Και αυτό συνέβη μόνο στην απογραφή του 1991, στην οποία βασίστηκε ο Γκλιγκόροφ για να δημοσιοποιήσει την προσωπική του εκτίμηση.

Πάντως σήμερα δημιουργούνται σε αρκετές πόλεις ιδιωτικά φροντιστήρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου