Η ίδρυση της αρχαίας Ηράκλειας ( Μοναστήρι), σύμφωνα με τη τοπική μυθολογία, συνέβη σύμφωνα με τα παρακάτω:
Όταν χτίστηκε η Καστοριά ( και οι άλλες πόλεις και οι συνοικισμοί της περιοχής , όπως η Λαπίνα, η Μελισσός, η Καλλιρόη, η Αρμονία, το Άργος Ορεστικό και τελευταία η Φλωρίς (Φλώρινα), για να ολοκληρωθεί όλο το δίχτυο των πόλεων που θα κρατούσε σε ασφάλεια τη χώρα, σύμφωνα με ένα παλαιό χρησμό προς τον Κάστορα, τον ιδρυτή της Καστοριάς, έπρεπε να χτιστεί και η τελευταία πόλη.
Το γεγονός ότι στα άγνωστα εκείνα μέρη αναπτύχτηκε ένα τόσος απίστευτος πολιτισμός και μια τέτοια ανέλπιστη πρόοδος, σχολιάστηκε στον Όλυμπο από τους αθάνατος Θεούς, και όλοι δείξανε τον θαυμασμό τους. Ο μεγαλύτερος ήρωας εκείνης της εποχής, ο Ηρακλής, μαθαίνοντας αυτό το γεγονός, χάρηκε πολύ, γιατί αυτό έγινε από τους δύο καλούς του φίλους, τον Κάστορα και τον Ίδα τους βασιλιάδες της Καστοριάς και της Αρμονίας, και αποφάσισε να τους επισκεφτεί για να τους εκδηλώσει τη χαρά του για την προκοπή της περιοχής τους αλλά και για να τους ανακοινώσει την επιθυμία του να χτιστεί άλλη μια πόλη με το όνομά του.
Όλα αυτά φανερώθηκαν στους βασιλιάδες της Καστοριάς και των άλλων πόλεων και από έναν νέο χρησμό που έλεγε ότι θα ερχόταν ο Ηρακλής, και ότι πρέπει να χτιστεί και άλλη πόλη, και να στολιστεί με αγάλματα στήλες και ανάγλυφα.
Δεκαπέντε μέρες μετά από τον χρησμό παρουσιάστηκε ένας ιερέας στον Κάστορα και του είπε ότι ήρθαν δεκαπέντε ξένοι και τον ζητούν. Ανάμεσα σ' αυτούς είναι κι ένας που σαν κι αυτόν πιο ωραίο και πιο ανδρείο δεν είχε ξαναδεί. Φορούσε δέρμα λιονταριού και είχε για δόρυ ένα ρόπαλο που πέντε άνθρωποι δεν μπορούσαν να το σηκώσουν και τον έλεγαν Ηρακλή. Αμέσως ο Κάστωρ και ο Ίδας κατάλαβαν ότι πρόκειται για τον Ηρακλή τον γιο του Δία και της Αλκμήνης. Τον δέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Έγιναν αγώνες και εκδρομές στα γύρω βουνά και δάση, όπου ο Ηρακλής με την αδάμαστη δύναμή του καθάρισε όλη την περιοχή από τα άγρια και επικίνδυνα ζώα, στοιχειά και φαρμακερά μεγάλα φίδια.
Η χαρά των κατοίκων για την εξαφάνιση τόσων κινδύνων ήταν απερίγραπτη. Ο Ηρακλής επισκέφθηκε όλες τις πόλεις, που ήταν γύρω από την Καστοριά. Θαύμασε την λαμπρότητα της Αρμονίας, τις ομορφιές της Καλλιρόης, την μεγαλοπρέπεια της Μελισσού και τις φυσικές χάρες της Λαπίνας, ξελογιάστηκε από τη γοητεία της όμορφης Καστοριάς, τις οχυρώσεις με τα κάστρα της και τα φρούρια τα ξακουστά. Γενικά σ' όλες τις πόλεις έμεινε κατάπληκτος με τα τεχνουργήματα και τον στολισμό τους και συνεχάρη τους βασιλιάδες Κάστορα, Ίδα, Μέλιν, και Μύρωνα για τον πολιτισμό που αναπτύξανε εκεί μέσα σε λίγα χρόνια.
Τους μετέφερε την ευαρέσκεια των θεών, που ευμενικά σχολίαζαν το έργο τους . Κάμανε τελετές και θυσίες για να τους ευχαριστήσουν για τη βοήθεια που τους δώσανε σ' όλα αυτά και τη μεγάλη εύνοια.
Μετά αρχίσανε τις προετοιμασίες για τη μεγάλη εκστρατεία που θα έκαναν και άρχισαν να εφοδιάζονται με όλα τα απαραίτητα για το χτίσιμο της νέας πόλης. Στρατολογήσανε άνδρες απ' όλες τις πόλεις, μεταφορικά μέσα, εργαλεία και γενικά ότι χρειαζόντανε. Περίμεναν τον κατάλληλο καιρό για να ξεκινήσουν αλλά ο καιρός δεν έστρωνε. Τότε έκαναν θυσίες στους θεούς και εξέτασαν τα σπλάχνα των θυμάτων. Ήταν ευνοϊκά και ενθαρρυντικά τα σημάδια και έτσι αποφασίσανε σε πέντε μέρες να φύγουν. Έτσι κι έγινε. Ξεκίνησαν όλοι οι ήρωες, μαζί και ο Ηρακλής, πηγαίνοντας να χτίσουν την τελευταία πόλη. Κατά το βράδυ έφτασαν στην κορυφή του βουνού από όπου φαινόταν η πόλις Φλωρίς (Φλώρινα), και άναψαν μεγάλη φωτιά για να ειδοποιήσουν μ' αυτή τον Φλώριν, τον βασιλιά της Φλωρίδος (Φλωρίνας) ότι έρχονται και την άλλη μέρα θα είναι μέσα στην πόλη. Η Φλωρίς ήταν χτισμένη πάνω στον λόφο που βρίσκεται στην δεξιά όχθη του ποταμού. Εκείνος πραγματικά το βραδύ είδε τη μεγάλη λάμψη της φωτιάς και μιας και κατάλαβε ότι θα ’χει επισκέπτες, γιατί τους περίμενε κι όλας, διέταξε σχετικές προετοιμασίες για την υποδοχή τους.
Όλη τη νύχτα μέσα στην οχυρωμένη πόλη, στους στενούς δρόμους της και τα αρχαϊκά σπίτια της ήταν μεγάλη η κίνηση των κατοίκων. Η Φλωρίς (Φλώρινα) ετοιμαζότανε για την υποδοχή των φίλων και συμμάχων της. Την άλλη μέρα ο Φλώρις ο βασιλιάς βγήκε μαζί με το λαό του για να υποδεχτεί τους φίλους του. Ανοίξανε τις πόρτες του φρουρίου και με παιάνες και πομπές μεγάλες δέχτηκαν τους άλλους βασιλιάδες και τις ακολουθίες τους και τους έφεραν μέσα στην πόλη, όπου τους είπαν ότι ο Ήφαιστος μαζί με τους Κύκλωπες πέρασαν από εκεί πηγαίνοντας στο μέρος, όπου θα χτιστεί η πόλις και όπου θα τους περιμένουν. Χάρηκαν πολύ γι' αυτό οι βασιλιάδες Κάστωρ, Ίδας και ο Ηρακλής, γιατί ακούγοντας αυτήν των είδηση, ένοιωσαν ότι στην εκστρατεία τους αυτή είχαν την εύνοια των Θεών και ξεχωριστά του Ήφαιστου, του μεγάλου τεχνίτη.
Στην Φλωρίδα (Φλώρινα) που υποδέχτηκε τόσους ξένους βασιλιάδες με τόση ακολουθία, έκαναν γιορτές και πανηγύρια προς τιμήν τους. Στους βωμούς του Δια και της Δήμητρας έκαναν θυσίες και εκατόμβες και κάτω στην ακροποταμιά κατεβαίνοντας από τις πλαγιές του λόφου, όπου ήταν η πόλις με τα εφτάγυρα κάστρα, έκαμαν αγώνες και τελετές με αρχαίους χορούς. Όταν τελείωσαν με όλα αυτά συγκεντρώθηκαν οι βασιλιάδες στα ανάκτορα του Φλώρι και κατέστρωσαν το σχέδιο της εκστρατείας.
Την άλλη μέρα φορτώσανε όλα τα πράγματά τους σε υποζύγια και με επικεφαλής τους αρχηγούς τους ξεκίνησαν όλοι μαζί και προχώρησαν προς τα βόρεια του κάμπου περιμένοντας και προσδοκώντας να κοιτάξουν τα σημάδια, που τους έδωσε ο χρησμός και αυτά δεν άργησαν κάποια μέρα να τα δουν.
Έτσι είπε ο χρησμός και έτσι έγινε. Είδαν τέσσαρες μεγάλους αετούς να κάθονται σε τέσσαρα διαφορετικά σημεία και μ' αυτό οι αετοί, σύμφωνα με τον χρησμό, έδειχναν φανερά ότι η πόλις θα χτιστεί σ' εκείνη την περιοχή, που περιλαμβανόταν μέσα στην περιφέρεια που έκαμνε η γραμμή περνώντας από τα σημεία που είδαν τους τέσσερις αετούς.
Ο Ηρακλής εξέτασε το μέρος και είδε ότι εκεί δεν είχε νερό εκτός από μια βρυσούλα που με πολλή φειδώ έχυνε το νερό της. Αυτό του έφερε απελπισία στην καρδιά και αποφάσισε να φύγει από εκεί πηγαίνοντας για να βρει άλλο μέρος μα το βράδυ ονειρεύτηκε τον πατέρα του Δία ο οποίος του έλεγε να μείνει εκεί γιατί θα ’στέλνε τον θεό Ποσειδώνα να δημιουργήσει εκεί ένα ποταμό πολύ σπουδαίο και που άλλος να μη βρίσκεται στη Μακεδονία όλη με νερό κρυστάλλινο, καθαρό.
Έτσι απεφάσισε τελειωτικά και έμεινε εκεί. Την άλλη μέρα ήρθε και ο θεός Ήφαιστος μαζί με τους εργάτες του, τους Κύκλωπες, για να τους βοηθήσει στο χτίσιμο της πόλεως.
Την άλλη μέρα το πρωί άρχισαν τις εργασίες. Ξαφνικά ένα σύννεφο ολοκόκκινο σαν να είναι ματωμένο και λαμπρό σαν ήλιος ερχότανε προς αυτούς. Ήταν ο Θεός Ποσειδώνας. Όλοι το είδανε αυτό και πέσανε γονατιστοί και με ευλάβεια κάτω στη Γή. Τον δεχτήκαν με προσκύνημα. Εκείνος προχώρησε προς τα πέρα και πολύ μακριά και με το σκήπτρο του χτύπησε τρείς φορές τη Γή, που σχίσθηκε και άνοιξε ένα μεγάλο χάος, μέσα από το οποίο όρμησαν νερά ακράτητα και δημιουργήσανε ένα ποτάμι, που χώρισε την περιοχή που θα χτιζότανε η πόλις σε δύο κομμάτια. Το χάος εκείνο ήταν επικίνδυνο για τους ανθρώπους και τα ζώα, που μπορούσαν απρόσεκτα να πέσουν εκεί και να χαθούν.
Γι' αυτό ο Ζευς έστειλε πολλούς αετούς από τον ουρανό, που παίρνοντας λίθους από ένα βουνό κοντινό με τα νύχια τους, τους έριχναν εκεί και δημιουργήθηκε έτσι ένα κάστρο προφυλακτικό. Μετά άρχισαν το χτίσιμο της πόλεως. Η νέα πόλις γινόταν όμορφη και οχυρή με τα κάστρα
της και τους πύργους της.
Στο διάστημα αυτό ένας φίλος του Κάστορα, του βασιλιά της Καστοριάς, που λεγόταν Εριγώνας, από περιέργεια θέλοντας να δει το χάος του ποταμού πλησίασε και έσκυψε σ' αυτό. Τότε ξαφνικά σχίστηκε η όχθη και ο Εριγώνας έπεσε στα νερά και πνίγηκε. Όλοι λυπηθήκανε πολύ και έκαμαν και θυσία στους θεούς και για τιμή του και ανάμνηση του, τον ποταμό αυτόν τον ονόμασαν με το όνομά του. Από τότε το ποτάμι αυτό που διασχίζει την πόλη λέγεται Εριγών . Το χτίσιμο της πόλεως κράτησε ένα χρόνο σχεδόν.
Όταν τελείωσε κάθε εργασία, δημιουργήθηκε εκεί μια πόλις Θαυμαστή και λαμπρή με κάστρα, που λαμποκοπούσαν στην ανατολή και στη δύση του ήλιου και με ανάκτορα ανάλογα για τον ήρωα Ηρακλή, που θα βασίλευε στην πόλη αυτή.
Έκτισαν μέσα στην πόλη δώδεκα ναούς προς τιμή των δώδεκα θεών του Ολύμπου. Όλοι δε οι βασιλιάδες δώρισαν αμύθητα δώρα στον Ηρακλή, το βασιλιά της πόλεως αυτής, που από το όνομά του βαφτίστηκε Ηράκλεια. Η Ηράκλεια γέμισε αμέσως από πληθυσμό, γιατί εκεί συγκεντρώσανε όλους τους αυτόχθονες του κάμπου και προόδεψε πάρα πολύ. Μετά από τις γιορτές και τις τελετές έφυγαν όλοι οι ήρωες και οι βασιλιάδες με τους λαούς τους και γύρισαν στα μέρη τους ο καθένας.
Έτσι χτίστηκε και η τελευταία πόλις του όλου εκείνον συγκροτήματος του Συνομοσπονδιακού κράτους, που ήταν στην περιοχή της Καστοριάς και της Φλωρίδος (Φλωρίνης).
Όταν χτίστηκε η Καστοριά ( και οι άλλες πόλεις και οι συνοικισμοί της περιοχής , όπως η Λαπίνα, η Μελισσός, η Καλλιρόη, η Αρμονία, το Άργος Ορεστικό και τελευταία η Φλωρίς (Φλώρινα), για να ολοκληρωθεί όλο το δίχτυο των πόλεων που θα κρατούσε σε ασφάλεια τη χώρα, σύμφωνα με ένα παλαιό χρησμό προς τον Κάστορα, τον ιδρυτή της Καστοριάς, έπρεπε να χτιστεί και η τελευταία πόλη.
Το γεγονός ότι στα άγνωστα εκείνα μέρη αναπτύχτηκε ένα τόσος απίστευτος πολιτισμός και μια τέτοια ανέλπιστη πρόοδος, σχολιάστηκε στον Όλυμπο από τους αθάνατος Θεούς, και όλοι δείξανε τον θαυμασμό τους. Ο μεγαλύτερος ήρωας εκείνης της εποχής, ο Ηρακλής, μαθαίνοντας αυτό το γεγονός, χάρηκε πολύ, γιατί αυτό έγινε από τους δύο καλούς του φίλους, τον Κάστορα και τον Ίδα τους βασιλιάδες της Καστοριάς και της Αρμονίας, και αποφάσισε να τους επισκεφτεί για να τους εκδηλώσει τη χαρά του για την προκοπή της περιοχής τους αλλά και για να τους ανακοινώσει την επιθυμία του να χτιστεί άλλη μια πόλη με το όνομά του.
Όλα αυτά φανερώθηκαν στους βασιλιάδες της Καστοριάς και των άλλων πόλεων και από έναν νέο χρησμό που έλεγε ότι θα ερχόταν ο Ηρακλής, και ότι πρέπει να χτιστεί και άλλη πόλη, και να στολιστεί με αγάλματα στήλες και ανάγλυφα.
Δεκαπέντε μέρες μετά από τον χρησμό παρουσιάστηκε ένας ιερέας στον Κάστορα και του είπε ότι ήρθαν δεκαπέντε ξένοι και τον ζητούν. Ανάμεσα σ' αυτούς είναι κι ένας που σαν κι αυτόν πιο ωραίο και πιο ανδρείο δεν είχε ξαναδεί. Φορούσε δέρμα λιονταριού και είχε για δόρυ ένα ρόπαλο που πέντε άνθρωποι δεν μπορούσαν να το σηκώσουν και τον έλεγαν Ηρακλή. Αμέσως ο Κάστωρ και ο Ίδας κατάλαβαν ότι πρόκειται για τον Ηρακλή τον γιο του Δία και της Αλκμήνης. Τον δέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Έγιναν αγώνες και εκδρομές στα γύρω βουνά και δάση, όπου ο Ηρακλής με την αδάμαστη δύναμή του καθάρισε όλη την περιοχή από τα άγρια και επικίνδυνα ζώα, στοιχειά και φαρμακερά μεγάλα φίδια.
Η χαρά των κατοίκων για την εξαφάνιση τόσων κινδύνων ήταν απερίγραπτη. Ο Ηρακλής επισκέφθηκε όλες τις πόλεις, που ήταν γύρω από την Καστοριά. Θαύμασε την λαμπρότητα της Αρμονίας, τις ομορφιές της Καλλιρόης, την μεγαλοπρέπεια της Μελισσού και τις φυσικές χάρες της Λαπίνας, ξελογιάστηκε από τη γοητεία της όμορφης Καστοριάς, τις οχυρώσεις με τα κάστρα της και τα φρούρια τα ξακουστά. Γενικά σ' όλες τις πόλεις έμεινε κατάπληκτος με τα τεχνουργήματα και τον στολισμό τους και συνεχάρη τους βασιλιάδες Κάστορα, Ίδα, Μέλιν, και Μύρωνα για τον πολιτισμό που αναπτύξανε εκεί μέσα σε λίγα χρόνια.
Τους μετέφερε την ευαρέσκεια των θεών, που ευμενικά σχολίαζαν το έργο τους . Κάμανε τελετές και θυσίες για να τους ευχαριστήσουν για τη βοήθεια που τους δώσανε σ' όλα αυτά και τη μεγάλη εύνοια.
Μετά αρχίσανε τις προετοιμασίες για τη μεγάλη εκστρατεία που θα έκαναν και άρχισαν να εφοδιάζονται με όλα τα απαραίτητα για το χτίσιμο της νέας πόλης. Στρατολογήσανε άνδρες απ' όλες τις πόλεις, μεταφορικά μέσα, εργαλεία και γενικά ότι χρειαζόντανε. Περίμεναν τον κατάλληλο καιρό για να ξεκινήσουν αλλά ο καιρός δεν έστρωνε. Τότε έκαναν θυσίες στους θεούς και εξέτασαν τα σπλάχνα των θυμάτων. Ήταν ευνοϊκά και ενθαρρυντικά τα σημάδια και έτσι αποφασίσανε σε πέντε μέρες να φύγουν. Έτσι κι έγινε. Ξεκίνησαν όλοι οι ήρωες, μαζί και ο Ηρακλής, πηγαίνοντας να χτίσουν την τελευταία πόλη. Κατά το βράδυ έφτασαν στην κορυφή του βουνού από όπου φαινόταν η πόλις Φλωρίς (Φλώρινα), και άναψαν μεγάλη φωτιά για να ειδοποιήσουν μ' αυτή τον Φλώριν, τον βασιλιά της Φλωρίδος (Φλωρίνας) ότι έρχονται και την άλλη μέρα θα είναι μέσα στην πόλη. Η Φλωρίς ήταν χτισμένη πάνω στον λόφο που βρίσκεται στην δεξιά όχθη του ποταμού. Εκείνος πραγματικά το βραδύ είδε τη μεγάλη λάμψη της φωτιάς και μιας και κατάλαβε ότι θα ’χει επισκέπτες, γιατί τους περίμενε κι όλας, διέταξε σχετικές προετοιμασίες για την υποδοχή τους.
Όλη τη νύχτα μέσα στην οχυρωμένη πόλη, στους στενούς δρόμους της και τα αρχαϊκά σπίτια της ήταν μεγάλη η κίνηση των κατοίκων. Η Φλωρίς (Φλώρινα) ετοιμαζότανε για την υποδοχή των φίλων και συμμάχων της. Την άλλη μέρα ο Φλώρις ο βασιλιάς βγήκε μαζί με το λαό του για να υποδεχτεί τους φίλους του. Ανοίξανε τις πόρτες του φρουρίου και με παιάνες και πομπές μεγάλες δέχτηκαν τους άλλους βασιλιάδες και τις ακολουθίες τους και τους έφεραν μέσα στην πόλη, όπου τους είπαν ότι ο Ήφαιστος μαζί με τους Κύκλωπες πέρασαν από εκεί πηγαίνοντας στο μέρος, όπου θα χτιστεί η πόλις και όπου θα τους περιμένουν. Χάρηκαν πολύ γι' αυτό οι βασιλιάδες Κάστωρ, Ίδας και ο Ηρακλής, γιατί ακούγοντας αυτήν των είδηση, ένοιωσαν ότι στην εκστρατεία τους αυτή είχαν την εύνοια των Θεών και ξεχωριστά του Ήφαιστου, του μεγάλου τεχνίτη.
Στην Φλωρίδα (Φλώρινα) που υποδέχτηκε τόσους ξένους βασιλιάδες με τόση ακολουθία, έκαναν γιορτές και πανηγύρια προς τιμήν τους. Στους βωμούς του Δια και της Δήμητρας έκαναν θυσίες και εκατόμβες και κάτω στην ακροποταμιά κατεβαίνοντας από τις πλαγιές του λόφου, όπου ήταν η πόλις με τα εφτάγυρα κάστρα, έκαμαν αγώνες και τελετές με αρχαίους χορούς. Όταν τελείωσαν με όλα αυτά συγκεντρώθηκαν οι βασιλιάδες στα ανάκτορα του Φλώρι και κατέστρωσαν το σχέδιο της εκστρατείας.
Την άλλη μέρα φορτώσανε όλα τα πράγματά τους σε υποζύγια και με επικεφαλής τους αρχηγούς τους ξεκίνησαν όλοι μαζί και προχώρησαν προς τα βόρεια του κάμπου περιμένοντας και προσδοκώντας να κοιτάξουν τα σημάδια, που τους έδωσε ο χρησμός και αυτά δεν άργησαν κάποια μέρα να τα δουν.
Έτσι είπε ο χρησμός και έτσι έγινε. Είδαν τέσσαρες μεγάλους αετούς να κάθονται σε τέσσαρα διαφορετικά σημεία και μ' αυτό οι αετοί, σύμφωνα με τον χρησμό, έδειχναν φανερά ότι η πόλις θα χτιστεί σ' εκείνη την περιοχή, που περιλαμβανόταν μέσα στην περιφέρεια που έκαμνε η γραμμή περνώντας από τα σημεία που είδαν τους τέσσερις αετούς.
Ο Ηρακλής εξέτασε το μέρος και είδε ότι εκεί δεν είχε νερό εκτός από μια βρυσούλα που με πολλή φειδώ έχυνε το νερό της. Αυτό του έφερε απελπισία στην καρδιά και αποφάσισε να φύγει από εκεί πηγαίνοντας για να βρει άλλο μέρος μα το βράδυ ονειρεύτηκε τον πατέρα του Δία ο οποίος του έλεγε να μείνει εκεί γιατί θα ’στέλνε τον θεό Ποσειδώνα να δημιουργήσει εκεί ένα ποταμό πολύ σπουδαίο και που άλλος να μη βρίσκεται στη Μακεδονία όλη με νερό κρυστάλλινο, καθαρό.
Έτσι απεφάσισε τελειωτικά και έμεινε εκεί. Την άλλη μέρα ήρθε και ο θεός Ήφαιστος μαζί με τους εργάτες του, τους Κύκλωπες, για να τους βοηθήσει στο χτίσιμο της πόλεως.
Την άλλη μέρα το πρωί άρχισαν τις εργασίες. Ξαφνικά ένα σύννεφο ολοκόκκινο σαν να είναι ματωμένο και λαμπρό σαν ήλιος ερχότανε προς αυτούς. Ήταν ο Θεός Ποσειδώνας. Όλοι το είδανε αυτό και πέσανε γονατιστοί και με ευλάβεια κάτω στη Γή. Τον δεχτήκαν με προσκύνημα. Εκείνος προχώρησε προς τα πέρα και πολύ μακριά και με το σκήπτρο του χτύπησε τρείς φορές τη Γή, που σχίσθηκε και άνοιξε ένα μεγάλο χάος, μέσα από το οποίο όρμησαν νερά ακράτητα και δημιουργήσανε ένα ποτάμι, που χώρισε την περιοχή που θα χτιζότανε η πόλις σε δύο κομμάτια. Το χάος εκείνο ήταν επικίνδυνο για τους ανθρώπους και τα ζώα, που μπορούσαν απρόσεκτα να πέσουν εκεί και να χαθούν.
Γι' αυτό ο Ζευς έστειλε πολλούς αετούς από τον ουρανό, που παίρνοντας λίθους από ένα βουνό κοντινό με τα νύχια τους, τους έριχναν εκεί και δημιουργήθηκε έτσι ένα κάστρο προφυλακτικό. Μετά άρχισαν το χτίσιμο της πόλεως. Η νέα πόλις γινόταν όμορφη και οχυρή με τα κάστρα
της και τους πύργους της.
Στο διάστημα αυτό ένας φίλος του Κάστορα, του βασιλιά της Καστοριάς, που λεγόταν Εριγώνας, από περιέργεια θέλοντας να δει το χάος του ποταμού πλησίασε και έσκυψε σ' αυτό. Τότε ξαφνικά σχίστηκε η όχθη και ο Εριγώνας έπεσε στα νερά και πνίγηκε. Όλοι λυπηθήκανε πολύ και έκαμαν και θυσία στους θεούς και για τιμή του και ανάμνηση του, τον ποταμό αυτόν τον ονόμασαν με το όνομά του. Από τότε το ποτάμι αυτό που διασχίζει την πόλη λέγεται Εριγών . Το χτίσιμο της πόλεως κράτησε ένα χρόνο σχεδόν.
Όταν τελείωσε κάθε εργασία, δημιουργήθηκε εκεί μια πόλις Θαυμαστή και λαμπρή με κάστρα, που λαμποκοπούσαν στην ανατολή και στη δύση του ήλιου και με ανάκτορα ανάλογα για τον ήρωα Ηρακλή, που θα βασίλευε στην πόλη αυτή.
Έκτισαν μέσα στην πόλη δώδεκα ναούς προς τιμή των δώδεκα θεών του Ολύμπου. Όλοι δε οι βασιλιάδες δώρισαν αμύθητα δώρα στον Ηρακλή, το βασιλιά της πόλεως αυτής, που από το όνομά του βαφτίστηκε Ηράκλεια. Η Ηράκλεια γέμισε αμέσως από πληθυσμό, γιατί εκεί συγκεντρώσανε όλους τους αυτόχθονες του κάμπου και προόδεψε πάρα πολύ. Μετά από τις γιορτές και τις τελετές έφυγαν όλοι οι ήρωες και οι βασιλιάδες με τους λαούς τους και γύρισαν στα μέρη τους ο καθένας.
Έτσι χτίστηκε και η τελευταία πόλις του όλου εκείνον συγκροτήματος του Συνομοσπονδιακού κράτους, που ήταν στην περιοχή της Καστοριάς και της Φλωρίδος (Φλωρίνης).