Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Η αντεπίθεση των Ελλήνων στον πόλεμο του 40

ΕΝΟΜΙΣΑΝ
Ενόμισαν πως ήταν δυνατόν
οι Ιταλοί να μπούνε στην Ελλάδα
κι ο Μουσολίνι να μπει νικητής
στην χώρα των ηρώων με καντάδα
κι ο Μουσολίνι να μπει νικητής
στην χώρα των ηρώων με καντάδα


Και σαν ο πόλεμος αρχίνισε
εκεί ψηλά στη θέση Παπαδήμα,
οι κένταυροι λαγοί γινήκανε
κι αφήσανε κιθάρες μαντολίνα
οι κένταυροι λαγοί γινήκανε
κι αφήσανε κιθάρες μαντολίνα


Εις το Βερνίκι και τη Βίγλιστα
πρώτο εμπήκε το τριάντα τρία,
το Σύνταγμα που βγάζει η Φλώρινα
παιδιά γεμάτα θάρρος και ανδρεία
το Σύνταγμα που βγάζει η Φλώρινα
παιδιά γεμάτα θάρρος και ανδρεία


Η Ελληνική αντεπίθεση στον πόλεμο του σαράντα, ξεκίνησε από την περιοχή της Πρέσπας Φλώρινας. Να πως την περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης



...Οι πολεμικές επιχειρήσεις ωστόσο στην Ελλάδα έπαιρναν διαφορετική τροπή από αυτήν που είχε προβλέψει ο Ντούτσε. Μέσα σ' ένα δεκαπενθήμερο, το πρώτο, η Ήπειρος και η Πίνδος του είχαν δώσει μίαν αποστομωτική απάντηση. Στο βόρειο τμήμα του μετώπου, αυτό που αρχίζει από τη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας και κατεβαίνει στο Γράμμο, οι Ιταλοί είχαν κρατήσει εφεκτική στάση, για να συγκεντρώσουν την προσπάθειά τους στο κέντρο, σύμφωνα με το σχέδιο του Πράσχα. Στο βόρειο λοιπόν τμήμα του μετώπου, το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο αποφάσιζε ν' αναπτύξει πρωτοβουλία, να χτυπήσει, για να ελαφρώσει την πίεση του εχθρού στους άλλους τομείς.
Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Το βόρειο αυτό τμήμα, λίγο πιο μέσα από τα σύνορα, προς την Αλβανία, έχει ένα φυσικό φρούριο: τη Μοράβα. Είναι βουνό τραχύ, όλο νεύρο, έρημο από κατοικίες ανθρώπων. Κατεβαίνει λοξά από βοριά στα νοτιοδυτικά και κρύβει πίσω του την Κορυτσά με τον πρόσχαρο κάμπο της. Ρυτιδωμένη η Μοράβα από χαράδρες βαθιές και απότομες, παρουσιάζεται εχθρική στον οδοιπόρο, δεν αφήνει να χαράξει πάνω της ούτε φτενό χαμόγελο, κάποιο μονοπάτι. Στη βορεινή της άκρη ορθώνεται, κάστρο ξεμοναχιασμένο, φαλακρό, το όρος Ιβάν, προβάλλει μέσ' από τουφωτά πεύκα και κέδρα. Ανάμεσα Μοράβα και Ιβάν, στη στενή λουρίδα της, το Τσαγκόνι, κυλάει τα νερά του ο Δεβόλης. Τα φυσικά τούτα οχυρά, και ιδιαίτερα τις ανατολικές πλαγιές της Μοράβας και το Ιβάν, οι Ιταλοί τα είχαν ενισχύσει με έργα εκστρατείας τέτοια που να τα κάνουν απροσπέλαστα.

Εκεί, αντικρίζοντας την Αλβανία, ήταν παρατεταγμένες το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου δύο ελληνικές μονάδες : Η IV Ταξιαρχία πεζικού και η ΙΧ Μεραρχία. Ανήκαν και οι δύο στο Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που το διοικούσε ο αντιστράτηγος Ι. Πιτσίνας: η πρώτη στο Γ' Σώμα Στρατού, η δεύτερη στο Β'. Τα διοικούσαν αντιστοίχως ο αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου και ο υποστράτηγος Δημ. Παπαδόπουλος.
Αγνάντια τους, η ιταλική παράταξη απαρτιζόταν από τρεις μεραρχίες : τη Βενέτσια, την Πάρμα και την Πιεμόντε. Η Βενέτσια βρισκόταν στην περιοχή που πιάνει από το
Ελμπασάν ως την λίμνη Aχρίδα, η Πάρμα στις ανατολικές πλαγιές της Μοράβας, η Πιεμόντε πιο πίσω, δυτικά της Κορυτσάς. Την ηγεσία του βόρειου ιταλικού μετώπου είχε ο στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι.
Την ημέρα της εισβολής, οι Ιταλοί είχαν περιοριστεί εδώ σε βολές πυροβολικού. Την άλλη μέρα χτύπησαν ένα ελληνικό φυλάκιο. Ήταν φανερά πως δεν έχουν σκοπό να δράσουν. Αλλά το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο ήθελε να δημιουργήσει επιθετική δραστηριότητα στην απάνω κοιλάδα του Δεβόλη, αυτήν που απλώνεται ανάμεσα στα σύνορα και τις βορειοανατολικές πλαγιές της Μοράβας. Θα απειλούσε έτσι το Τσαγκόνι, θέση στρατηγική σπουδαιότατη, για να προετοιμάσει μιαν εξόρμηση προς την Κορυτσά. Η πολιτεία αυτή — συγκοινωνιακός κόμβος σπουδαίος - είναι ελληνική• είχε δύο φορές παρθεί παλαιότερα από τον ελληνικό στρατό και δύο φορές χάθηκε γιατί έτσι το ήθελαν οι Συνθήκες ειρήνης. Η νέα κατάληψη της τώρα, θα επηρέαζε ευεργετικά το ηθικό των μαχόμενων και του λαού που δέχτηκε την απρόκλητη Ιταλική επίθεση.
Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, αρχίζουν να προσανατολίζονται προς το τμήμα αυτό του μετώπου ισχυρές ελληνικές δυνάμεις. Υπάγεται στο ΤΣΔΜ και η ΧΙ Μεραρχία, (διοικητής συν/χης Γ. Κώτσαλος), ενώ η X (διοικητής υποστράτηγος Χρ. Κίτσος) συγκεντρώνεται στην περιοχή Αμυνταίου - Πτολεμαΐδος. Η VXII (υποστράτηγος Π. Μπασακίδης) που προοριζόταν αρχικά για το βουλγαρικό μέτωπο, προωθείται στη Βέροια.
Αλλά η μάχη της Πίνδου βρισκόταν στο μεταξύ σε πλήρη εξέλιξη. Τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας (υποστράτηγος Χρ. Ζυγούρης) είχαν διαταγή να δράσουν σε συνδυασμό με τις δυνάμεις της I Μεραρχίας, για να ενισχύσουν τον αγώνα της. Η IV Ταξιαρχία όμως (υποστράτηγος Αγαμέμνων Μεταξάς), άρχιζε, από την 1η Νοεμβρίου, επιθετικές ενέργειες πέρα από τα σύνορα, μέσα στο αλβανικό έδαφος. Ύστερα από άγρια Ιταλική αντίσταση, παίρνονται τα ύμώματα Γκολίνα, Λόκβατ και 1327, στη χερσόνησο του Πυξού, ανάμεσα στη Μεγάλη και τη Μικρή Πρέσπα, καθώς και νοτιότερα, το χωριό Βέρνικ και το ύψωμα Λιζιτσίνα. Η επίθεση γίνεται με τη λόγχη. Οι Ιταλοί αντιστέκονται με πείσμα, άλλα τα ελληνικά τμήματα τους απωθούν, παίρνουν και άλλα υψώματα, πολεμούν ως αργά τη νύχτα. Το Νότιο Συγκρότημα προχωρεί και αυτό, φτάνει ανάμεσα Καπέτιστα καί Μπίγλιστα.
Από τις 4 Νοεμβρίου, η IV Ταξιαρχία θ' αναπτυχθεί, θα γίνει ΧV Μεραρχία. Η επίθεση θα ξαναρχίσει στις 5 Νοεμβρίου, στον τομέα της Μεραρχίας Βενέτσια, όπου η αντίσταση των Ιταλών είναι τόση ώστε όλοι οι αξιωματικοί και οι οπλίτες των πυροβόλων συνοδείας πέφτουν γύρω από τα κανόνια τους. Εδώ ωστόσο, καθώς και στον τομέα της Μεραρχίας Πάρμα, παίρνονται από τους Έλληνες και αλλά υψώματα. Ηττημένοι οι Ιταλοί,
έχουν απωθηθεί κιόλας στις πλαγιές της Μοράβας, πιάνουν τη γραμμή που σχηματίζεται από τα χωριά Τσαγκόνι, Βράνεστε, Μπαμπάν, Χότσιστε, βρίσκονται δηλαδή στην ανάγκη να καλύψουν την κύρια οχυρωματική τους γραμμή.
Τίποτα πιο δικαιολογημένο από τον τόνο του κειμένου που απευθύνει το Γ' Σώμα Στρατού στις μαχόμενες μονάδες του την 1η Νοεμβρίου: « Είναι αληθές - λέει - ότι το πρώτον συνεκρούετο Βαλκανικός Στρατός εξοπλισμένος με γλίσχρα μέσα, προς Ευρωπαϊκόν Στρατόν ωπλισμένον με σύγχρονα μέσα και διαθέτοντα καταπληκτικήν αεροπορικήν υπεροχήν. Τούτου ένεκεν κατ' αρχάς γενικώς επεκράτει αμφιβολία και δύναται τις ειπείν ότι με κάποιον δέος προσέβλεπον οι πλείστοι προς τοιούτον πόλεμον. Κατά τας επιχειρήσεις ταύτας το Σώμα Στρατού διεπίστωσεν εμπράκτως το υπέροχον επιθετικόν πνεύμα του ημετέρου Στρατού και την ηθικήν επιβολήν επί του αντιπάλου ευθύς εξ αρχής...».
Στις 5 Νοεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο διατάσσει το ΤΣΔΜ να αρχίσει με το Γ' Σώμα Στρατού έντονη επιθετική ενέργεια, που να έχει γι' αντικειμενικό σκοπό την κατάληξη της Κορυτσάς. Οι αμέσως επόμενες ημέρες Θ' αφιερωθούν στις συνεννοήσεις των μονάδων μεταξύ τους για το πώς να προπαρασκευαστεί αύτη η επίθεση. Ύστερα από μελέτη της τοποθεσίας και των άλλων δεδομένων, ο διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού στρατηγός Τσολάκογλου απεφάσισε να επιτεθεί σ' όλο μαζί το μέτωπό του. Η σχετική διαταγή επιχειρήσεων, με χρονολογία 7 Νοεμβρίου, προβλέπει επίθεση αιφνιδιαστική, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, με αντικειμενικό σκοπό τον αποκλεισμό από βοριά και από νότια της Μοράβας, κατάληψη της τοποθεσίας Τσαγκόνι και τέλος της Κορυτσάς. Η κύρια προσπάθεια θα στρεφόταν στο νότιο τμήμα της Μοράβας. Εκεί το έδαφος ήταν πολύ τραχύ, δύσβατο, αλλά αυτό θα εμπόδιζε τον εχθρό να χρησιμοποιήσει άρματα μάχης.
Την απόφαση τούτη ωστόσο ήταν πεπρωμένο να την ακολουθήσει μια διαφωνία. Το Γενικό Στρατηγείο την ενέκρινε, το ΤΣΔΜ όμως τη θεώρησε επικίνδυνη: Φοβόταν τη φθορά δυνάμεων που θα ήταν ίσως αναγκαίες για να κρατηθεί άμυνα, αν το καλούσε η ανάγκη. Το Σώμα Στρατού ανέπτυξε τις απόψεις του. Θύμισε την ανάγκη να επιτεθεί γρήγορα, προτού ενισχυθεί τυχόν ο εχθρός, βεβαίωσε πως η επιχείρηση θα είχε επιτυχία και ας γινόταν μ' ελλείψεις στα πυρομαχικά. Το ΤΣΔΜ επέμεινε στις απόψεις του και η επίθεση χρειάστηκε ν' αναβληθεί.
Τελικά, ύστερα από επέμβαση του Γενικού Στρατηγείου, που πίστευε στην ανάγκη γοργής ενέργειας, αποφασίστηκε ν' αρχίσει η επίθεση στις 14 Νοεμβρίου. Στη διάθεση τού ΤΣΔΜ το Γενικό Στρατηγείο έβαζε και το πυροβολικό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας. Στο μεταξύ, και οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο είχανε πάρει την ευνοϊκή τους τροπή, ο εφιάλτης των πρώτων ημερών σήκωνε το βάρος του από το στήθος της χώρας. Το Γενικό Στρατηγείο κατέληγε στην απόφαση να επιχειρήσει προέλαση των ελληνικών δυνάμεων, που να ξεπερνούσαν όλες τις αντικρινές οροσειρές της Αλβανίας και να εξασφάλιζαν την ελεύθερη χρησιμοποίηση του στρατηγικότατου δρόμου που πάει από την Κορυτσά στα Γιάννινα. Το Α' Σώμα Στρατού, εξάλλου, θα ενεργούσε προς το Τεπελένι, ή, το λιγότερο, θα κοίταζε να εξασφαλίσει το δρόμο από Χάνι Μπουραζάνι σε Κόνιτσα.
Στις 8 Νοεμβρίου, η Χ Μεραρχία, που την είδαμε να συγκεντρώνεται στην περιοχή Αμυνταίου - Πτολεμαΐδας, αρχίζει να μεταφέρει τα τμήματά της στο Νεστόριο, στις όχθες του Αλιάκμονος, για να είναι έτοιμη να λάβει μέρος στην επίθεση κατά της Κορυτσάς. Η ζώνη της φτάνει, στα νότια, ίσαμε την Αητομηλίτσα και το Γράμμο, εκεί που η μάχη της Πίνδου τώρα κερδίζεται.
Στις 12 του μηνός, η Μεραρχία προωθεί τις δυνάμεις της και παίρνει την επιθετική της διάταξη. Ο χειμώνας του βορρά έχει έρθει στο μεταξύ, πέφτει το χιόνι πυκνό. Οι πορείες γίνονται μέσα από χαράδρες που γλιστράνε, το πούσι σκεπάζει τα πάντα, πνίγει τον ορίζοντα, τα μονοπάτια έχουν χαθεί, οι ανεφοδιασμοί σταματάνε σχεδόν, ο στρατός πορεύεται αβοήθητος. Όμως πορεύεται, πάει να πιάσει τις θέσεις που πρέπει. Η στιγμή που θα εξαπολυθεί η επίθεση έχει οριστεί. Είναι τα χαράματα της 14ης Νοεμβρίου, ώρα εξίμιση.
Προετοιμάζονται και οι Χ και ΙΧ Μεραρχίες, που Θα εξορμήσουν προς
τη Μοράβα και η ΧV, που θα επιτεθεί στον 'Ιβάν. Η ΙΧ έχει πάρει, ύστερα από επίθεση, το Γράμμο. Στον τομέα της ΧV μαίνονται οι χιονοθύελλες, οι μεγάλες βροχές το κρύο έχει γίνει απάνθρωπο. Όμως μέσα στις νύχτες, κάτω από νερό ασταμάτητο, τα τμήματα πορεύονται, πιάνουν θέσεις. Από όλες τις κατευθύνσεις, από μονοπάτια, χαράδρες, κορφοβούνια, ο ελληνικός στρατός ανεβαίνει προς τα σύνορα, την 'Αλβανία, συγκεντρώνεται για τη μεγάλη του εξόρμηση.
Το Γ' Σώμα Στρατού έχει παρατάξει τώρα, σε πρώτο κλιμάκιο, από νότο σε βοριά, τις Χ, ΙΧ και ΧV Μεραρχίες. Σε δεύτερο κλιμάκιο τη ΧΙΙΙ, που μόλις έφτασε. Οι Ιταλοί, αντίκρυ, έχουν φέρει ή φέρνουν, εκτός από τις τρείς μεραρχίες τους Βενέτσια, Πάρμα και Πιεμόντε, τη Μεραρχία Μοδένα, τη Μεραρχία Αρέτσο, τη Μεραρχία αλπινιστών Τριεντίνο, δύο συντάγματα Βερσαλλιέρων. Έχουν, τέλος, μια μονάδα άρματα μάχης και Ισχυρότατη Αεροπορία.


Είναι η νύχτα της 13 προς 14 Νοεμβρίου. Η πρώτη φάση του πολέμου, η αμυντική για τούς Έλληνες, έληξε. Αρχίζει η δεύτερη φάση, η επιθετική σ' όλο το μάκρος του μετώπου, από το Ιόνιο ίσαμε τη Μεγάλη Πρέσπα. Γι' άλλη μια φορά, την τέταρτη μέσα σε σαράντα χρόνια, ο ελληνικός στρατός θα τεντώσει το τόξο της μοίρας του.
Στις 6.30' της 14ης Νοεμβρίου, η ΧV Μεραρχία άρχισε την επίθεση από τη χερσόνησο του Πυξού, ανάμεσα στις δύο Πρέσπες. Σύμφωνα με το σχέδιο, προπαρασκευή πυροβολικού δεν είχε προηγηθεί, η εξόρμηση γινόταν αιφνιδιαστικά και με τόση ορμή που ο εχθρός σάστισε, δεν μπόρεσε να βάλει σ' εφαρμογή το σχέδιο των αυτομάτων όπλων του, τα προχωρημένα τμήματά του λύγισαν αμέσως. Τα ελληνικά τάγματα που έκαναν την επίθεση, προχώρησαν γοργά. Πιο πέρα όμως το έδαφος γινόταν ορεινό, ο εχθρός μπορούσε να προβάλει εκεί αποτελεσματική αντίσταση. Οι Ιταλοί, πραγματικά, άρχιζαν ν' αγωνίζονται με πείσμα, πολυβόλα τους κρυμμένα μέσα σε πολυβολεία γερά, και μαζί όλμοι, πυροβολικό, είχαν αρχίσει να δουλεύουν όλα μαζί. Οι θέσεις τους σαΐτευαν φωτιά και σίδερο, η Αεροπορία χτυπούσε τις επιτιθέμενες ελληνικές δυνάμεις. Αλλεπάλληλες Ιταλικές αντεπιθέσεις προσπαθούσαν στο μεταξύ ν' ανακόψουν την ελληνική προχώρηση. Ήταν ένας αγώνας σκληρός, που δεν μπόρεσε όμως, από Ιταλική πλευρά, να κρατήσει πάνω από τρεισήμισι ώρες. Στις 10 το πρωί, ο ελληνικός στρατός είχε σπάσει την κύρια ιταλική γραμμή.
Το απόγεμα έγινε νέα εξόρμηση, για να παρθεί το ύψωμα 1480. 0 λόγος δόθηκε τώρα στην ξιφολόγχη και τη χειροβομβίδα, γιατί οι αντίπαλοι ήταν αντικριστοί πια, αγγίζονταν μεταξύ τους. Το ύψωμα παίρνεται και το Ιβάν αρχίζει ν' απομονώνεται. Ανάλογες επιτυχίες έχουν τα ελληνικά τμήματα που ενεργούν στα νότια της Μικρής Πρέσπας. Η γέφυρα του Δεβόλη κυριεύεται από τους Έλληνες, που προλαβαίνουν και αιφνιδιάζουν τη φρουρά της προτού προβεί σε ανατίναξη. Η προέλαση έχει φτάσει κιόλας σε βάθος τεσσάρων χιλιομέτρων.
Με τον ίδιο αιφνιδιαστικό τρόπο, όπως στο Βόρειο τομέα, είχε επιτεθεί και στον Κεντρικό η ΙΧ Μεραρχία. Στις 8 η ώρα, τμήματά της είχαν καταλάβει το χωριό Μέγκουλα, προχώρησαν περισσότερο, έφτασαν στην Κόνιτσα. Το βράδυ, άλλα τμήματά της προσπέρασαν το Σάλ. Η γραμμή των Ιταλών Κόνιτσα - Ρέσνιτσα είχε σπάσει.
Η X Μεραρχία, στον δικό της τον τομέα, τον νότιο, συναντάει δυνατή αντίσταση του εχθρού, προχωρεί σε λιγότερο βάθος. Μερικά τμήματά της καθηλώθηκαν μπροστά στις οχυρωμένες θέσεις των Ιταλών, παίρνεται όμως το Μπόζιγκραντ και τα υψώματα γύρω στο Νικολίτσε. Γενικά, ο απολογισμός της πρώτης ημέρας ήταν ικανοποιητικός : Είχε κατορθωθεί διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας του εχθρού στους τομείς της XV και της ΙΧ Μεραρχίας και αυτό ήταν σημάδι καλό για τη συνέχεια της μάχης. Αιχμάλωτοι πολλοί είχαν πιαστεί, πολεμικό υλικό κυριεύτηκε. Το ελληνικό πυροβολικό είχε κινηθεί μ' ευελιξία, κατά κλιμάκια, κατόρθωσε να υπερνικήσει κακοτοπιές απίθανες, να υποστηρίξει με θαυμαστή αποτελεσματικότητα τις εφόδους του πεζικού. Αλλά η επίθεση είχε γίνει σε μέγα πλάτος, σε όλο το ανάπτυγμα του βόρειου μετώπου, όλες οι εφεδρείες είχαν χρησιμοποιηθεί. Αυτό δεν μπορούσε να γίνεται κάθε μέρα.
Την επομένη, 15 Νοεμβρίου, κυριεύονται και άλλα υψώματα, μ' όλο που στο σύνολό της η επίθεση δείχνεται περισσότερο φειδωλή. Τα ελληνικά τμήματα πήρανε το χωριό Πολιόσκα, στα δυτικά τού Δεβόλη, ενώ κατόρθωναν και να στερεοποιήσουν το ρήγμα που είχε ανοιχτεί στην αμυντική τοποθεσία του εχθρού. Η 16 Νοεμβρίου, τρίτη ημέρα, βελτίωσε ακόμα περισσότερο τις ελληνικές θέσεις. Μολονότι στο Βόρειο τομέα η ΧV Μεραρχία δεν μπορούσε να πετύχει σημαντικά αποτελέσματα, στον Κεντρικό και στο Νότιο πάρθηκαν τα χωριά Ρέσνιτσε και Άρζα. Αιχμάλωτοι έδωσαν την πληροφορία πως μια ακόμα ιταλική μεραρχία, η Αρέτσο, έμπαινε στον αγώνα. Τώρα ήταν τέσσερες οι μεραρχίες που υπεράσπιζαν τη Μοράβα και το Ιβάν.
Έπρεπε να ενισχυθεί ανάλογα και η ελληνική παράταξη. Το ΤΣΔΜ είχε στη διάθεση του Γ' Σώματος Στρατού τη ΧΙΙΙ Μεραρχία, που θα έπαιρνε θέση ανάμεσα στη ΙΧ και στη XV, με μέτωπο προς τη βορεινή ράχη της Μοράβας. Η ΧΙ εξάλλου, ήταν έτοιμη να κινηθεί προς το μέτωπο από την περιοχή της Οινόης, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη. Στις 17 Νοεμβρίου η XV Μεραρχία κατορθώνει να πάρει τα χωριά Ματσουρίστιτ και Γκολομπέρντα, δηλαδή με βαθμιαία προχώρηση να κρούσει τις πύλες του Ιβάν. Στο κέντρο, ύστερα από αγώνα σκληρό, ολοκληρωνόταν από τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας η κατάληψη της κορυφογραμμής της Πρόπας. Γενικά άλλωστε η σύγκρουση είχε πάρει τώρα χαρακτήρα δραματικό. Οι Ιταλοί έβλεπαν τη γραμμή τους να καταρρέει και αγωνίζονταν με αληθινή απόγνωση να σώσουν ότι μπορούσαν, ν' αγκιστρωθούν στις θέσεις τους. Οι Έλληνες κέρδιζαν μία - μία αυτές τις θέσεις, με προσπάθεια σκληρή, ενώ οι απώλειες γίνονταν βαριές και από τα δύο μέρη.
Ωστόσο η τύχη της Κορυτσάς είχε κιόλας κριθεί. Μάταια θα εμπλακεί στον αγώνα και νέα ιταλική μεραρχία, η Τριεντίνα, των αλπινιστών. Το μόνο της κατόρθωμα θα είναι ν' ανακόψει για μια στιγμή την προχώρηση της ΧV Μεραρχίας. Στις 17 Νοεμβρίου η μεγάλη δημοσιά Ερσέχας - Κορυτσάς, πίσω από τη Μοράβα, βάλλεται από τα πυρά του ελληνικού πυροβολικού, που χτυπάει και τους στρατώνες της Κορυτσάς, και το αεροδρόμιο της.
Αλλά οι μάχες έχουν τις μεταπτώσεις τους, η τύχη τις εναλλαγές της. Μια στιγμιαία σύγχυση θα παρουσιαστεί στις τάξεις της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, που έμπαινε στον αγώνα εκείνη ακριβώς την ημέρα. Η νυχτερινή πορεία κάτω από βροχή, το σκοτάδι, το άγνωστο έδαφος, είχανε κάνει να χαθεί η επαφή ανάμεσα σε κάποια τμήματα. Το επιφορτισμένο με την επίθεση απόσπασμα, ερχόταν σ' επαφή, μεσημέρι της 18 Νοεμβρίου, με τήν οργανωμένη ιταλική τοποθεσία στην περιοχή του Χότσιστε, ανεύθυνες όμως διαδόσεις παρεπλάνησαν το Διοικητή του Συντάγματος, που βρισκόταν στα βορεινά της Πολιόσκας, και του δημιουργήθηκε η εντύπωση πως τα μαχόμενα τμήματά του είχαν διαλυθεί. Ευτυχώς η διαταγή για σύμπτυξη προς την Πολιόσκα άργησε να φτάσει στον προορισμό της, η κίνηση δεν ολοκληρώθηκε. Το Γεν. Στρατηγείο απομάκρυνε τους υπευθύνους και ανέθεσε τη διοίκηση της ΧΙΙΙ μεραρχίας στον ίσαμε τότε Αρχηγό πυροβολικού του Σώματος, τον υποστράτηγο Σωτ. Μουτούση.
Πρώτη ενέργεια του νέου μεράρχου ήταν να διατάξει αμέσως, για την άλλη μέρα, επίθεση. Η διαταγή τέλειωνε με τα απλά τούτα λόγια "Την Επίθεσιν θα υποστηρίξω δια του βαρέος πυροβολικού και θα την παρακολουθήσω έφιππος εκ του εγγύς". Υπάρχουν στον πόλεμο κάποιες απλές αλλά καίριες φράσεις, που βρίσκουν να πουν το μοναδικό που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.
H δυσκολία είναι να έχεις, την καρδιά που πρέπει, για να το βρεις.

Όσο και αν οι επιτυχίες, των πρώτων ημερών είχαν βαρύνουσα σημασία, ο αγώνας , δεν γινόταν λιγότερο σκληρός για τον ελληνικό στρατό καθώς οι μέρες περνούσαν.
Απεναντίας : Στην πεισματωμένη αντίσταση των 'Ιταλών, στην υπεροχή τους σε δύναμη πυρός, σε Αεροπορία, ερχόταν τώρα να προστεθεί ο χειμώνας.
Με συνθήκες υπερβολικά δύσκολες αντιπάλευαν τα επιτιθέμενα τμήματα, ιδιαίτερα με την πυκνή καταχνιά, που τ' ανάγκαζε εδώ - εκεί να σταματάνε, ανίκανα να ξεκρίνουν το δρόμο τους. Το πυροβολικό έπαυε την υποστήριξη του όταν βρισκόταν σ' αδυναμία να κανονίσει βολή. Στα υψώματα έπεσε το πρώτο χιόνι. Κι όμως, άλλοτε περισσότερο αισθητά, άλλοτε ανεπαίσθητα, όλο και βελτιώνονταν οι ελληνικές θέσεις. Η ΙΧ Μεραρχία παίρνει το ύψωμα 1805 και η ανασυγκροτημένη ΧΙΙΙ τα χωριά Χότσιστε και Κράτσε, μ' εξήντα αιχμαλώτους. Η ραχοκοκαλιά της Μοράβας, στη νότια άκρη της, έχει τώρα καβαλικευτεί από τις ελληνικές δυνάμεις και ο δρόμος από Ντάρζα σε Μπομποτίτσα χτυπιέται από τ' αυτόματα και το πυροβολικό.
Από τις 19 Νοεμβρίου επεμβαίνει δραστήρια στον αγώνα η νεοσύστατη «Ομάς Μεραρχιών Κ», υπό τον αντιστράτηγο Γ. Κοσμά. Την αποτελούσαν οι μεραρχίες Χ και ΧΙ, που κατείχαν το αριστερό του μετώπου της Μοράβας. Διοικητές τους, τώρα, οι υποστράτηγοι Γ. Δρομάζος και Ν. Τσίτουρας. Οι μέρες και οι νύχτες της 19 και 20 Νοεμβρίου αφιερώνονται σε προετοιμασία για την επίθεση. θα έχει για στόχο της την εγκατάσταση στις δυτικές υπώρειες της Μοράβας και την εξασφάλιση ελέγχου πάνω στη μεγάλη αρτηρία Ερσέκας - Κορυτσάς. Η επίθεση αρχίζει, ύστερα από μιας ώρας προπαρασκευή πυροβολικού, στις δύο τ' απομεσήμερο της 21ης Νοεμβρίου. 0 αγώνας είναι σκληρός. Παίρνεται το ύψωμα 1900 και νοτιότερα, άλλο ύψωμα, που είναι το κλειδί για όλη την αμυντική γραμμή της Μοράβας. Το ύψωμα τούτο οι Ιταλοί το είχαν διεκδικήσει με πείσμα, το ανακατέλαβαν ύστερα από ισχυρή αντεπίθεση, το ξανάχασαν.
Στις 21 Νοεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε στο ΤΣΔΜ πληροφορία από γιουγκοσλαβική πηγή πως μια φάλαγγα ως είκοσι χιλιόμετρα μάκρος φάνηκε να οδεύει από την Κορυτσά στο Πόγραδετς. Ήταν φανερό πως οι Ιταλοί, που έχασαν πια τη Μοράβα, αδειάζουν την Κορυτσά. Η παραμονή τους εκεί Θα ήταν στο εξής πολύ επικίνδυνη, γιατί η ελληνική προέλαση από τις δύο όχθες της λίμνης Μαλίκη θα τους υπερφαλάγγιζε, με αποτέλεσμα να κόψει το δρόμο για κάθε μελλοντική υποχώρηση από την Κορυτσά προς τα βόρεια.
Αμέσως το Γ΄ Σώμα Στρατού προώθησε ομάδες αναγνωρίσεως στα πλάγια της Μαλίκης, διέταξε την XV Μεραρχία να πιάσει τη δυτική έξοδο του στενού Τσαγκόνι και την ΙΧ να στείλει προφυλακές στο ρέμα δυτικά της Κορυτσάς. Μαζί, η Ομάς Μεραρχιών Κ θα ξανάρχιζε, ζωηρότερη τώρα, την επίθεση.
Χαράματα της 22ας Νοεμβρίου διαπιστώνεται πως ο εχθρός διέκοψε την επαφή του με τις ελληνικές δυνάμεις. Τότε αυτές προχωρούν όλες μαζί. Παίρνεται χωρίς αντίσταση το Τσαγκόνι, ένα σύνταγμα ανεβαίνει το μεσημέρι στην κορυφή του Ιβάν. Άλλα τμήματα πιάνουν τις βορειοδυτικές παρυφές της Μοράβας. Τέλος, το Απόσπασμα Μπεγέτη, που είχε διακριθεί σε όλο το διάστημα των επιθετικών ενεργειών, παίρνει το Μπόργια.
Στις έξι παρά τέταρτο το βράδυ, ένα τάγμα κι ένας λόγος μπαίνουν στην Κορυτσά. Η πολιτεία υποδέχεται τους ελευθερωτές της μέσα σε παραλήρημα, πνιγμένη στις σημαίες. Είναι η τέταρτη φορά μέσα σε τριάντα οχτώ χρόνια που η ελληνική Κορυτσά ξανάρχεται στα ελληνικά χέρια.

Η αναγγελία έγινε στη Διοίκηση πεζικού της ΙΧ Μεραρχίας μ' ένα λακωνικό κείμενο
«'Αναφέρω ώραν 17.45' σήμερον το ύπ' εμέ απόσπασμα εισελθόν Κορυτσάν, απηλευθέρωσε ταύτην.
Συνταγματάρχης Μπεγέτης.»
Ήταν η πρώτη πέρα από τα σύνορα μεγάλη πολιτεία, η μεγαλύτερη της Βόρειας Ηπείρου, που κυρίευε ο ελληνικός στρατός. Εικοσιπέντε ημέρες είχαν περάσει από την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα. Η ελληνική προέλαση, ξεπερνούσε σε βάθος τα εικοσιπέντε χιλιόμετρα...

Άγγελος Τερζάκης (Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου