«Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι… Είναι μια μεγάλη πολιτεία σερβική, που οι κάτοικοί της είναι Έλληνες…Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα..»
Στρατής Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω
Το Μοναστήρι υπήρξε η γεωγραφική και πνευματική καρδιά της Πελαγονίας. Η σύσταση του πληθυσμού της κατά την οθωμανική εποχή ήταν πολυεθνική. Κατοικούσαν Έλληνες, Βούλγαροι, Οθωμανοί ποικίλων εθνοτικών καταγωγών, Τσιγγάνοι, Αρμένιοι. Θρησκευτικά υπήρχαν χριστιανοί (ορθόδοξοι, λίγοι ουνίτες και διαμαρτυρόμενοι), εβραίοι και μουσουλμάνοι. Ο περιηγητής Victor Berar περιγράφει το Μοναστήρι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα: «Στη χριστιανική συνοικία του μοναστηριού είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον Έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα και τα τζάμια, τα bow-windows, τα πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του έλληνα για τον ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες της Αθήνας. Το σπίτι του έλληνα στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα, μπορεί να είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο, τόσο επιθυμητό στο διαβάτη.
Μουσουλμανικό το Μοναστήρι στα βόρεια, στους κήπους, στις λεύκες, στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια που απλώνουν τη σκιά τους πάνω σε ναργιλέδες και σε τουρμπάνια. Ελληνικό στα νότια, στα ξενοδοχεία της ανατολής, στους πύργους της Ανατολής, τους πύργους του Άιφελ, στα μπαλκόνια με τις πολύχρωμες προσόψεις, τους ντενεκέδες, τους πωλητές λαδιού, σαρδέλας και πετρελαίου. Εβραϊκό σε μερικούς δρόμους ενός παλιού γκέτο, δρόμους σκοτεινούς, γεμάτους ασπρόρουχα, παλιοκούρελα και γυναίκες με μάτια που φανερώνουν το βίτσιο. Αυτό είναι το Μοναστήρι που βλέπουμε στα μάτια μας…».
Το Μοναστήρι (Μπίτολα το ονομάζουν σήμερα) είναι χτισμένο δίπλα στον ποταμό Δραγόρα, στους πρόποδες του όρους Περιστέρι το 349 π.χ. Ο Φίλιππος ίδρυσε την πολιτεία της Ηράκλειας, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη. Στα μεσαιωνικά χρόνια συναντάται ως «Βουτόλιον». Σημαντική ημερομηνία είναι το 972 μ.Χ. όταν ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών κυριεύει την πόλη. Είχε προηγηθεί η συντριβή των Βυζαντινών στρατευμάτων από τον Κρούμο σε μια περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Sare Grek» δηλαδή «Τόπος καταστροφής των Ελλήνων».
Οι Βυζαντινοί του Βασιλείου του Β’ επανακτούν την πόλη, η οποία θα περάσει στον έλεγχο των Οθωμανών το 1382. Από τότε εμφανίζεται η ονομασία «Μοναστήρι», εξαιτίας ενός μοναστηριού που υπήρχε κοντά και ήταν η έδρα του μητροπολίτη Πελαγονίας και Άνω Μακεδονίας.
Η χρυσή εποχή της πόλης θα είναι μετά τα ορλωφικά, όταν μετά την καταστολή της ελληνικής επανάστασης του 1770, πλήθη Ηπειρωτών και Δυτικομακεδόνων προσφύγων θα κατακλύσουν την πόλη. Το 1830 η πόλη θα έχει 25.000 κατοίκους, εκ των οποίων τα 2/3 θα είναι Έλληνες, κυρίως βλαχόφωνοι.
Με την εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού και τον ανταγωνισμό των εθνικών ομάδων στη Μακεδονία, το Μοναστήρι θα μετατραπεί από το 1870 στο σημαντικότερο ελληνικό πολιτικό κέντρο.
Η τελευταία οθωμανική απογραφή του 1910 αναφέρει πληθυσμό 40.000 ατόμων, ενώ οι επίσημες εκτιμήσεις της ελληνικής Μητρόπολης του 1912 θα μιλούν για 43.000.
Η μοίρα της πόλης, που απέχει μόλις 15 χιλιόμετρα από τα σύνορα, θα κριθεί στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, όταν στις 5 Νοεμβρίου του 1912 θα καταληφθεί από τα σερβικά στρατεύματα. Οι Σέρβοι θα ακολουθήσουν πολιτική εθνικής καταπίεσης των Ελλήνων και εποικισμού της περιοχής από φιλικούς σλαβικούς πληθυσμούς. Η περιοχή του Μοναστηρίου θα υποστεί τις γνωστές σκληρές διαδικασίες αλλοίωσης της εθνικής φυσιογνωμίας που επέφερε η εποχή του έθνους-κράτους και άλλαξε ριζικά το παλιό πολυεθνικό πρόσωπο των κοινωνιών.
Υπολογίζεται ότι έως το 1935 θα εγκατασταθούν στην περιοχή 19.000 οικογένειες Σέρβων και Βόσνιων, ενώ περισσότερες από 8.000 ελληνικές κατοικίες θα δημευτούν προς όφελος των εποίκων. Το ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου θα κλείσει το 1923 ενώ το 1924 θεσπίζεται απαγόρευση ομιλίας της ελληνικής γλώσσας σε δημόσιο χώρο, καθώς και η ανάρτηση ελληνικών επιγραφών στα καταστήματα. Πέντε χρόνια αργότερα θα κλείσουν τα ελληνικά σχολεία.
Χιλιάδες Έλληνες θα πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς και θα καταφύγουν στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη.
“Οι δρόμοι των Ελλήνων”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου